συνέγραψαν

συνέγραψαν
συγγράφω
write
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Callimaque de Cyrène — Pour les articles homonymes, voir Callimaque. Callimaque Activités poète Naissance vers 305 av. J. C. Cyrène Décès vers 240 av. J. C. Alexandrie L …   Wikipédia en Français

  • КАЛЛИМАХ —    • Callimachus,          Καλλίμαχος,        1. см. Sculptures, Скульпторы, 6;        2. потомок Батта (поэтому называется у римских поэтов Battiades, напр., Ov. fast. 2, 367.) из знаменитого рода Баттиадов в Кирене, поэтому часто называется о… …   Реальный словарь классических древностей

  • ORATIO Soluta — metricâ posterior est. Et quidem Pherecydem Atheniensem prosas Orationes condere primum instituisse, Plin. l. 7. c. 56. scribit, quem primum Historiae auctorem alii faciunt: De eodem Strabo, ubi disputat, Poeticam compositionem prosâ oratione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νεολατίνος — ο συν. στον πληθ. α) οι λαοί που έχουν λατινική προέλευση β) συγγραφείς, κυρίως ποιητές, τών νεώτερων χρόνων οι οποίοι συνέγραψαν τα έργα τους στη λατινική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. (< νε(ο) * + Λατίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμ. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • μαυσωλείο — Μεγαλόπρεπος τάφος της Αλικαρνασσού. Κατασκευάστηκε τον 4ου αι. π.Χ. προς τιμήν του Μαυσώλου (377 353 π.Χ.), σατράπη της Καρίας. Το μνημείο, που συγκαταλέγεται μεταξύ των Επτά θαυμάτων της αρχαιότητας, σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Σάτυρο και …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό …   Dictionary of Greek

  • Μιρντάλ, Άλβα — (Alva Myrdal, Ουψάλα 1902 – 1986). Σουηδέζα νομικός, πολιτικός επιστήμονας. Το 1924 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Ουψάλα και παντρεύτηκε τον μετέπειτα κάτοχο του Νόμπελ οικονομικών Γκουνάρ Μιρντάλ (βλ. λ.). Μαζί με τον σύζυγό της είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”